- συννόῳ
- σύννοοςin deep thoughtmasc/fem/neut dat sgσύννουςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννοώ — έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυννοῶ [νοῶ] 1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ («ὅταν τινὰ τις ξυννοῇ ῥᾳδίως μανθάνοντα», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) συννοούμενος, ένη, ον αυτός που εξυπονοείται μαζί με κάποιον άλλο μσν. γνωρίζω συγχρόνως, ξέρω ταυτόχρονα … Dictionary of Greek
συννοῶ — συννοέω meditate pres subj act 1st sg (attic epic doric) συννοέω meditate pres ind act 1st sg (attic epic doric) συννοέω meditate pres subj act 1st sg (attic epic doric) συννοέω meditate pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννοητικός — ή, όν, Α [συννοῶ] αυτός που μπορεί να συννοεί, να έχει επίγνωση … Dictionary of Greek
συννοητός — ή, όν, Μ [συννοῶ] αντιληπτός, κατανοητός … Dictionary of Greek